φορτωτήρα

φορτωτήρα
η погрузочное приспособление (на судах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φορτωτήρα" в других словарях:

  • φορτωτήρα — η, Ν ο φορτωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φορτωτήρας, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • φορτωτήρα — η 1. συσκευή (συγκρότημα οργάνων) σε πλοίο, με την οποία φορτώνονται και ξεφορτώνονται εμπορεύματα, γερανός, βαρούλκο, μπίγα, βίντσι. 2. διχαλωτό ξύλο στερεό και μακρουλό, που υποβοηθεί τη φόρτωση των ζώων, στήριγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»